Φανάρι

Το Φανάρι, με πληθυσμό 621 κατοίκων (απογραφή 2011), είναι κτισμένο στη θέση της αρχαίας ΙΘΩΜΗΣ η οποία με Βασιλιά τον Ποδαλείριο, γιο του Ασκληπιού, πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Μαζί με τον αδερφό του το Μαχάοντα, βασιλιά της Τρίκκης και της Οιχαλίας, είχαν επανδρώσει τριάντα βαθουλά καράβια. Την πληροφορία αυτή την αντλούμε από την Ιλιάδα.

Οι δ' είχον Τρίκκην και Ιθώμην κλωκόεσσαν οι τ' έχον Οιχαλίην, πόλιν Ευρύτου Οιχαλιήος των αυθ’ ηγείσθην Ασκληπιού δύο παίδε ιητήρ’ αγαθώ, Ποδαλείριος κι ο αδερφοός Μαχάων, ιατροί καλοί, του Ασκληπιού δύο τέκνα δοξασμένα. Κι όσοι της Τρίκκης κάτοικοι και της τραχιάς Ιθώμης κι όσοι της χώρας κάτοικοι του Ευρύτου Οιχαλίας είχαν 30 τριάντα βαθουλά καράβια κι αρχηγοί τους ήσαν ο Ποδαλείριος κι ο αδερφός Μαχάων, ιατροί καλοί

Εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, δηλαδή το 1124 π.Χ., οι Θεσσαλοί κατέβηκαν από τη Θεσπρωτία, κατέλαβαν τη Δ. Θεσσαλία και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Άρνης (Σοφάδες), ενώ οι Βοιωτοί εξωθήθηκαν προς το Νότο. Έτσι αρχίζει η παρακμή πλέον της ΙΘΩΜΗΣ. Αργότερα, το 1104, δηλαδή ογδόντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, κατεβαίνουν στη Θεσσαλία και την υπόλοιπη Ελλάδα οι Δωριείς, που είναι μακεδόνικο φύλλο. Η κάθοδος αυτή των Δωριέων λέγεται κάθοδος των «Ηρακλείδων». Ο Στράβων (65 π.Χ. - 23 μ.Χ.) αναφέρει πως η θεσσαλική ΙΘΩΜΗ, που είναι ομώνυμη με τη μεσσηνιακή, ονομάζεται για να διακρίνεται από αυτή, «Θαμαί». Για μεγάλο χρονικό διάστημα παύει πλέον να αναφέρεται το όνομα Ιθώμη ή Θαμαί και αναφέρεται το όνομα της κωμοπόλεων Φανάρι. Σε έγγραφο της η 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μας πληροφορεί . «Το Φανάρι είναι γνωστή βυζαντινή πόλη, που κτίσθηκε στη θέση της αρχαίας Ιθώμης και συνέχισε να αναφέρεται και την εποχή του Ιουστινιανού με το όνομα αυτό». Το όνομα Φανάρι είναι γνωστό κυρίων τον 14ο αιώνα, οπότε είχε ονομαστούς άρχοντες και ήταν έδρα επισκοπής (Επισκοπή Φαναριού και Καπούης). Το Μάρτη του 1289 γίνεται γνωστό από χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' του Παλαιολόγου, που επικύρωνε την είσοδο της μοναχής Υπομονής στο Μοναστήρι «Ελεούσα» της Λοξάδας. Η Υπομονή ήταν σύζυγος του Σεβαστοκράτορα της Θεσσαλίας Ιωάννη Α'. Επίσης αναφέρεται το 1304, όταν η Δέσποινα της Ηπείρου Άννα κατέλαβε το φρούριο «Φανάρι» του Χωριού μας. Κυρίως όμως έγινε γνωστό από το ορκωμοτικό γράμμα του Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου, που ήταν Αυθέντης της Θεσσαλίας με έδρα για ένα διάστημα το Φανάρι. Στο ορκωμοτικό του γράμμα του υποσχέθηκε πως δεν θα επιτρέψει σε Αρβανίτες να εγκατασταθούν στην περιοχή του Φαναριού και πως δε θα βάλει στο φρούριο φραγκική φρουρά, αλλά ντόπιους φύλακες. Υποσχέθηκε επίσης πως θα σεβαστεί τα δικαιώματα που έχουν στα κτήματα τους με χρυσόβουλα βασιλικά ή προστάγματα βασιλικά, οπουδήποτε και αν τα έχουν στην περιφέρεια Δόριτσα (Γόριτσα) όσα έχουν με χρυσόβουλα βασιλικά ή με γράμμα του Έπαρχου. Την εποχή αυτή (από το 1333) η Θεσσαλία εντάσσεται πάλι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά η επιβολή της δεν είναι πάντοτε δυνατή χωρίς τη σύμπραξη και συγκατάθεση των αρχόντων της. Και μάλιστα μερικοί από αυτούς διατηρούν αξιόμαχο στρατό και ιδίως ιππικό. Περιφημότερο είναι το ιππικό Φαναριού, του οποίου ο προσεταιρισμός κρίνεται απαραίτητος για την εξασφάλιση της κυριαρχίας στη Θεσσαλία. Όταν αναφέρουμε το ιππικό του Φαναριού, δεν εννοούμε του χωριού Φανάρι, αλλά ολόκληρης της περιοχής του, που την εποχή εκείνη έφθανε μέχρι το Μεσδάνι (Αγναντερό) και τη Λαζαρίνα. Στο σημείο αυτό υποψιάζομαι μήπως η ονομασία «Κόμπιλος» προέρχεται από το σλαβικό όνομα κομπίλα (COBILA), που σημαίνει φοράδα και κατ' επέκταση Κόμπιλος να σημαίνει φοραδότοπος, δηλαδή τόπος που εκτρέφει φοράδες για αναπαραγωγή. Η τούρκικη κυριαρχία στη Θεσσαλία αρχίζει με δύο εκστρατείες του Σουλτάνου Μουράτ Β' το 1470 και την πτώση των θεσσαλικών φρουρίων Πτελεό και Γαρδίκι, που ήταν τα τελευταία ερείσματα των Ενετών. Και στις δύο περιπτώσει οι τοπικοί άρχοντες διαπραγματεύονται την αναγνώριση των προνομίων τους, αποφεύγοντας όχι μόνο τις καταστροφές και λεηλασίες αλλά και σφαγές και ομηρίες. Η αντίσταση των φρουρίων, τα οποία είναι σημαντικά από στρατιωτική και εμπορική άποψη, εξοργίζει το Μωάμεθ που εκτονώνει την οργή του με σφαγές και ομηρίες των κατοίκων. Αξιοσημείωτη είναι η αντίσταση των Θεσσαλών ύστερα από συνεννόηση με το δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον μετέπειτα Αυτοκράτορα του Βυζαντίου (1449-1453), το 1444. Όπως γράφει ξένος ιστορικός, «οι Βλάχοι της Πίνδου πίχτηκαν εναντίον των Τούρκων του μεγάλου θεσσαλικού κάμπου και δέχτηκαν από το νικηφόρο Κωνσταντίνο ένα διοικητή που έδρα του ήταν το Φανάρι. Αν λάβουμε υπόψη μας το ορκωμοτικό γράμμα του Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου και την απογραφή του 1454/55 (τούρκικη), θα δούμε πως η μεν ιδιοκτησία του Γαβριηλόπουλου περιήλθε στη δικαιοδοσία του σούμπαση Χατζή Μπέη και αποτέλεσε τούρκικη κοινότητα (ίσως νομάδες), τα δε κτήματα των άλλοτε αρχόντων, κοσμικών και κληρικών, του Φαναριού, που υπήρχαν στην περιοχή της Δορίτσας (Γορίτσας), περιήλθαν στις δύο τούρκικες κοινότητες που αριθμούσαν 151 οικογένειες. Τα έσοδα της εποχής που αναφέρει το κατάστιχο ήταν κυρίως από κρασί και μερικούς ορυζώνες, καθώς και από φόρους και πρόστιμα συναλλαγών. Ο φόρος που αναφέρεται στα πρόβατα αφορούσε όλη την περιοχή. Οι Φαναριώτες δεν καλλιεργούσαν ούτε σιτάρι ούτε κριθάρι. Μερικοί είχαν
ρυζοφυτείες. Η οινοποίηση των σταφυλιών αποτελούσε το 90,3% των εσόδων της φορολογίας στο σύνολο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Οι φόροι που παρακρατήθηκαν στις αγορές του Φαναριού αντιπροσώπευαν το 54,27% των φορολογικών εισόδων, πράγμα που σημαίνει πως το Φανάρι έπαιζε ουσιώδη ρόλο στην οικονομική ζωή της περιοχής. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881), το έμβλημα του Δήμου Ιθώμης ήταν «σταφυλή επί κληματίδος κρεμάμενη» που σημαίνει πως και πάλι το κυριότερο προϊόν ήταν το κρασί.

Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και την αγορά των χωραφιών από τους Τούρκους, αρχίζει η καλλιέργεια σιταριού και καλαμποκιού, η καπνοκαλλιέργεια και η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Τα κυριότερα όμως προϊόντα είναι ο καπνός, το κρασί και το τσίπουρο. Παράλληλα πολλοί, περίπου 90, ασχολούνται με την αγγειοπλαστική και την καλλιέργεια λαχανόκηπων (μπαχτσέδες), όπως και επί Τουρκοκρατίας. Πάνω από 30 ήταν κτίστες, που μαζί με τα παιδιά τους έφθαναν τους 70. Στη δεκαετία του 1960 με τον αναδασμό και τα αρδευτικά έργα, αρχίζει πλέον συστηματική καλλιέργεια του βαμβακιού και καλαμποκιού. Στη δεκαετία του 1975-1989 εκτοπίζεται τελείως η καλλιέργεια καπνού. Παράλληλα δε εξαφανίστηκε και το επάγγελμα του αγγειοπλάστη. Ο τελευταίος που είχε απομείνει ήταν ο Πελοπίδας Αδάμος.

Ο Άγιος Σεραφείμ - Επίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου (1592 -1601)
Στο Φανάρι Καρδίτσας, στις 4 Δεκεμβρίου 1601, δηλαδή κατά τους μέσους χρόνους της τουρκοκρατίας, στη Θεσσαλία μαρτύρησε ο εθνομάρτυρας και νεομάρτυρας, πολιούχος του Φαναριού Άγιος Σεραφείμ, επίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου. Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο χωριό Μπεζούλα της Θεσσαλίας, γύρω στα 1550. Όταν ενηλικιώθηκε, έγινε μοναχός (1580) στο γειτονικό μοναστήρι της Θεοτόκου, στη Κορώνα ή Κρυερά Βρύση που βρίσκεται κοντά στη λίμνη Πλαστήρα. Όταν πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Φαναριού Αθανάσιος, αναβιβάστηκε με την ψήφο της εκκλησίας στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Άγιος Σεραφείμ (1592), απ' όπου αναδείχθηκε πραγματικός ποιμένας της περιοχής των Αγράφων και αφοσιώθηκε "ψυχή τε και σώματι" στο μεγάλο έργο του Χριστού. Το 1601 ο Μητροπολίτης Λαρίσης και Τρικάλων Διονύσιος ο Φιλόσοφος, κήρυξε την επανάσταση κατά των Τούρκων, με το σύνθημα "Τρίκκη Βυζάντιο ανακτήσει" το οποίο όμως απέτυχε. Ο Άγιος Σεραφείμ, την εποχή εκείνη, βρισκόταν σε περιοδεία στα Βουνά των Αγράφων χωρίς να γνωρίζει την επαναστατική δράση του Διονυσίου, παρά ταύτα συνελήφθει από τους Τούρκους ότι συνεργάστηκε με τον Διονύσιο. Υπέστη πολλά βασανιστήρια και το φοβερότερο ήταν η τοποθέτηση μαρμάρινης πλάκας στο σώμα του Αγίου η οποίο σώζεται μέχρι σήμερα και φυλλάσεται στο παρακείμενο Κιβώριο του Ναού.